- Ἀγορῆς
- Ἀγορήfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγορῆς — ἀγορά assembly fem gen sg (epic ionic) ἀγοράζω frequent the fut ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαβραγόρης — λαβραγόρης, ου, ὁ (Α) ακράτητος στα λόγια, φλύαρος, απερίσκεπτος, θρασύς («οὐδὲ τί σε χρὴ λαβραγόρην ἔμεναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + αγόρης (< ἀγοράομαι «μιλώ»), πρβλ. υμν αγόρης, χρησμ αγόρης] … Dictionary of Greek
χρησμαγόρης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) χρησμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + αγόρης (< ἀγορά), πρβλ. ὑψ αγόρης] … Dictionary of Greek
επακουός — ἐπακουός, όν (Α) [ακούω] 1. (με γεν.) προσεκτικός, προσηλωμένος ακροατής («ἀγορῆς ἐπακουόν ἐόντα», Ησίοδ.) 2. επήκοος* … Dictionary of Greek
πυλαγόρας — και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα τής πόλης από την οποία εξελέγησαν 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι… … Dictionary of Greek
(s)lā̆ gʷ- — (s)lā̆ gʷ English meaning: to grab Deutsche Übersetzung: “fassen, ergreifen” Material: Gk. (ep. Ion.) λάζομαι (present and Impf.) “take, catch, ergreife (*λαγ(ʷ)ι̯ω); after αἴνυμαι is Ion. Att. λάζυμαι, böot. λαδδουσθη reshaped;… … Proto-Indo-European etymological dictionary